- πήχιον
- πήχιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπήχιον — τὸ, Α η ωλένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πῆχυς + επίθημα ιον (πρβλ. παρα πήχιον)] … Dictionary of Greek